Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Ismaèle
κύριο όνομα αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [izmaˈɛle]

Ισμαήλ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  islandese ismaeliano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

islamizzare (ρ. μτβ.)
islamizzazione (θηλ.ουσ)
Islanda (θηλ.ουσ)
islandese (ουσ αρσ και θηλ.)
islandese (επίθ.)
Ismaele (κύρ.όν. αρσ.)
ismaeliano (αρσ. επίθ και ουσ)
ismaelita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
isoalina (θηλ.ουσ)
isobara (θηλ.ουσ)
isobarico (επίθ.)
isobaro (επίθ.)
isobata (θηλ.ουσ)
isoclina (θηλ.ουσ)
isoclinale (επίθ.)
isocromatico (επίθ.)
isocronismo (ουσ αρσ )
isocrono (επίθ.)
isodinamica (θηλ.ουσ)
isodinamico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---