Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


isòbara  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iˈzɔbara]

ισοβαρής γραμμή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  isoalina isobarico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

islandese (επίθ.)
Ismaele (κύρ.όν. αρσ.)
ismaeliano (αρσ. επίθ και ουσ)
ismaelita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
isoalina (θηλ.ουσ)
isobara (θηλ.ουσ)
isobarico (επίθ.)
isobaro (επίθ.)
isobata (θηλ.ουσ)
isoclina (θηλ.ουσ)
isoclinale (επίθ.)
isocromatico (επίθ.)
isocronismo (ουσ αρσ )
isocrono (επίθ.)
isodinamica (θηλ.ουσ)
isodinamico (επίθ.)
isoelettrico (επίθ.)
isogamete (ουσ αρσ )
isogamia (θηλ.ουσ)
isogamo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---