Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


islamìta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [izlaˈmita]

1 μωαμεθανός
2 μουσουλμάνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  islamismo islamitico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Isidoro (κύρ.όν. αρσ.)
islàm, islam (ουσ αρσ )
islamico (ουσ αρσ )
islamico (επίθ.)
islamismo (ουσ αρσ )
islamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
islamitico (επίθ.)
islamizzare (ρ. μτβ.)
islamizzazione (θηλ.ουσ)
Islanda (θηλ.ουσ)
islandese (ουσ αρσ και θηλ.)
islandese (επίθ.)
Ismaele (κύρ.όν. αρσ.)
ismaeliano (αρσ. επίθ και ουσ)
ismaelita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
isoalina (θηλ.ουσ)
isobara (θηλ.ουσ)
isobarico (επίθ.)
isobaro (επίθ.)
isobata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---