Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iscrizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iskritˈtsjone]

η εγγραφή, η επιγραφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iscriversi iscuria  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tassa [θηλ.] d'iscrizione = το ποσόν εγγραφής


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ischio (ουσ αρσ )
iscritto (ουσ αρσ )
iscritto (επίθ.)
iscrivere (ρ. μτβ.)
iscriversi (ρ. μ. αμτβ.)
iscrizione (θηλ.ουσ)
iscuria (θηλ.ουσ)
isiaco (αρσ. επίθ και ουσ)
iside (θηλ.ουσ)
Isidoro (κύρ.όν. αρσ.)
islàm, islam (ουσ αρσ )
islamico (ουσ αρσ )
islamico (επίθ.)
islamismo (ουσ αρσ )
islamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
islamitico (επίθ.)
islamizzare (ρ. μτβ.)
islamizzazione (θηλ.ουσ)
Islanda (θηλ.ουσ)
islandese (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---