Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόiscrìtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [isˈkritto] ο μέλος, ο εγγεγραμμένος iscrìtto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [isˈkritto] εγγεγραμμένος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαper iscritto = εγγράφως Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |