Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ischialgìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iskjalˈʤia]

1 ισχιακός πόνος
2 ισχιαλγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ischemico ischiatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ischeletrire (ρ.αμτβ.)
ischeletrire (ρ. μτβ.)
ischeletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
ischemia (θηλ.ουσ)
ischemico (αρσ. επίθ και ουσ)
ischialgia (θηλ.ουσ)
ischiatico (επίθ.)
ischio (ουσ αρσ )
iscritto (ουσ αρσ )
iscritto (επίθ.)
iscrivere (ρ. μτβ.)
iscriversi (ρ. μ. αμτβ.)
iscrizione (θηλ.ουσ)
iscuria (θηλ.ουσ)
isiaco (αρσ. επίθ και ουσ)
iside (θηλ.ουσ)
Isidoro (κύρ.όν. αρσ.)
islàm, islam (ουσ αρσ )
islamico (ουσ αρσ )
islamico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---