Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόischialgìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [iskjalˈʤia] 1 ισχιακός πόνος 2 ισχιαλγία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |