Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ischeletrìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [iskeleˈtrire]

Αποσκελετώνομαι

ischeletrìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [iskeleˈtrire]

Αποσκελετώνω

ischeletrirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [iskeleˈtrirsi]

Αποσκελετώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iscariota ischemia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

isagogico (επίθ.)
Isaia (κύρ.όν. αρσ.)
isallobara (θηλ.ουσ)
isalloterma (θηλ.ουσ)
iscariota (ουσ αρσ και θηλ.)
ischeletrire (ρ.αμτβ.)
ischeletrire (ρ. μτβ.)
ischeletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
ischemia (θηλ.ουσ)
ischemico (αρσ. επίθ και ουσ)
ischialgia (θηλ.ουσ)
ischiatico (επίθ.)
ischio (ουσ αρσ )
iscritto (ουσ αρσ )
iscritto (επίθ.)
iscrivere (ρ. μτβ.)
iscriversi (ρ. μ. αμτβ.)
iscrizione (θηλ.ουσ)
iscuria (θηλ.ουσ)
isiaco (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---