Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


isagòge  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [izaˈgɔʤe]

Εισαγωγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Isacco isagogico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irsuto (επίθ.)
irto (επίθ.)
isabella (ουσ αρσ )
isabella (επίθ.)
Isacco (κύρ.όν. αρσ.)
isagoge (θηλ.ουσ)
isagogico (επίθ.)
Isaia (κύρ.όν. αρσ.)
isallobara (θηλ.ουσ)
isalloterma (θηλ.ουσ)
iscariota (ουσ αρσ και θηλ.)
ischeletrire (ρ.αμτβ.)
ischeletrire (ρ. μτβ.)
ischeletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
ischemia (θηλ.ουσ)
ischemico (αρσ. επίθ και ουσ)
ischialgia (θηλ.ουσ)
ischiatico (επίθ.)
ischio (ουσ αρσ )
iscritto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---