Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


isabèlla  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [izaˈbɛlla]

ανοιχτό κιτρινωπό πορτοκαλί

isabèlla  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [izaˈbɛlla]

ανοιχτός κιτρινωπός πορτοκαλί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irto Isacco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irruvidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irruvidirsi (ρ. μ. αμτβ.)
irruzione (θηλ.ουσ)
irsuto (επίθ.)
irto (επίθ.)
isabella (ουσ αρσ )
isabella (επίθ.)
Isacco (κύρ.όν. αρσ.)
isagoge (θηλ.ουσ)
isagogico (επίθ.)
Isaia (κύρ.όν. αρσ.)
isallobara (θηλ.ουσ)
isalloterma (θηλ.ουσ)
iscariota (ουσ αρσ και θηλ.)
ischeletrire (ρ.αμτβ.)
ischeletrire (ρ. μτβ.)
ischeletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
ischemia (θηλ.ουσ)
ischemico (αρσ. επίθ και ουσ)
ischialgia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---