Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόirruzióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [irrutˈtsjone] 1 εισβολή 2 επιδρομή 3 εισόρμηση 4 καταδρομή 5 έφοδος 6 γιουρούσι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |