Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irroràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [irroˈrare]

1 βρέχω με καταιονισμό
2 καταιονίζω
3 περιβρέχω με σταγόνες υγρού
4 ψεκάζω
5 ραίνω
6 ραντίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrompere irroratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrobustirsi (ρ.μ. (αντων.))
irrogare (ρ. μτβ.)
irrogazione (θηλ.ουσ)
irrompente (επίθ.)
irrompere (ρ.αμτβ.)
irrorare (ρ. μτβ.)
irroratore (αρσ. επίθ και ουσ)
irroratrice (θηλ.ουσ)
irrorazione (θηλ.ουσ)
irruente (επίθ.)
irruenza (θηλ.ουσ)
irrugginire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irrugginirsi (ρ.μ. (αντων.))
irruvidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irruvidirsi (ρ. μ. αμτβ.)
irruzione (θηλ.ουσ)
irsuto (επίθ.)
irto (επίθ.)
isabella (ουσ αρσ )
isabella (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---