Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόirroràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [irroˈrare] 1 βρέχω με καταιονισμό 2 καταιονίζω 3 περιβρέχω με σταγόνες υγρού 4 ψεκάζω 5 ραίνω 6 ραντίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |