Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrogàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [irroˈgare]

1 επάγω
2 υποχρεώνω
3 καταφέρνω
4 επιβάλλω
5 επιφέρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrobustirsi irrogazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrituale (επίθ.)
irriverente (επίθ.)
irriverenza (θηλ.ουσ)
irrobustire (ρ. μτβ.)
irrobustirsi (ρ.μ. (αντων.))
irrogare (ρ. μτβ.)
irrogazione (θηλ.ουσ)
irrompente (επίθ.)
irrompere (ρ.αμτβ.)
irrorare (ρ. μτβ.)
irroratore (αρσ. επίθ και ουσ)
irroratrice (θηλ.ουσ)
irrorazione (θηλ.ουσ)
irruente (επίθ.)
irruenza (θηλ.ουσ)
irrugginire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irrugginirsi (ρ.μ. (αντων.))
irruvidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irruvidirsi (ρ. μ. αμτβ.)
irruzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---