Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irriverènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [irriveˈrɛnte]

1 ασεβής
2 ανευλαβής
3 ιερόσυλος
4 θεομπαίχτης
5 σταυροπάτης
6 άσεβος
7 άπιστος
8 ανόσιος
9 αθεόφοβος
10 ανίερος
11 βλάστημος
12 βέβηλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrituale irriverenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irritativo (επίθ.)
irritato (επίθ.)
irritazione (θηλ.ουσ)
irrito (επίθ.)
irrituale (επίθ.)
irriverente (επίθ.)
irriverenza (θηλ.ουσ)
irrobustire (ρ. μτβ.)
irrobustirsi (ρ.μ. (αντων.))
irrogare (ρ. μτβ.)
irrogazione (θηλ.ουσ)
irrompente (επίθ.)
irrompere (ρ.αμτβ.)
irrorare (ρ. μτβ.)
irroratore (αρσ. επίθ και ουσ)
irroratrice (θηλ.ουσ)
irrorazione (θηλ.ουσ)
irruente (επίθ.)
irruenza (θηλ.ουσ)
irrugginire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---