Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrobustìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [irrobusˈtire]

1 κραταιώνω
2 φορτσάρω
3 ισχυροποιώ
4 δυναμώνω
5 εδραιώνω

irrobustirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [irrobusˈtirsi]

1 εδραιώνομαι
2 ισχυροποιούμαι
3 σταθεροποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irriverenza irrogare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irritazione (θηλ.ουσ)
irrito (επίθ.)
irrituale (επίθ.)
irriverente (επίθ.)
irriverenza (θηλ.ουσ)
irrobustire (ρ. μτβ.)
irrobustirsi (ρ.μ. (αντων.))
irrogare (ρ. μτβ.)
irrogazione (θηλ.ουσ)
irrompente (επίθ.)
irrompere (ρ.αμτβ.)
irrorare (ρ. μτβ.)
irroratore (αρσ. επίθ και ουσ)
irroratrice (θηλ.ουσ)
irrorazione (θηλ.ουσ)
irruente (επίθ.)
irruenza (θηλ.ουσ)
irrugginire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irrugginirsi (ρ.μ. (αντων.))
irruvidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---