Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrómpere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [irˈrompere]

1 ξεχύνομαι προς τα μπρος
2 ενσκήπτω
3 επέρχομαι
4 ξεσπώ
5 επιτίθεμαι θυελλωδώς
6 λυσσομανώ
7 ορμώ
8 μουντάρω
9 μπουκάρω
10 χιμώ
11 πλακώνω
12 παρέχω αφειδώς
13 πλημμυρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrompente irrorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrobustire (ρ. μτβ.)
irrobustirsi (ρ.μ. (αντων.))
irrogare (ρ. μτβ.)
irrogazione (θηλ.ουσ)
irrompente (επίθ.)
irrompere (ρ.αμτβ.)
irrorare (ρ. μτβ.)
irroratore (αρσ. επίθ και ουσ)
irroratrice (θηλ.ουσ)
irrorazione (θηλ.ουσ)
irruente (επίθ.)
irruenza (θηλ.ουσ)
irrugginire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irrugginirsi (ρ.μ. (αντων.))
irruvidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irruvidirsi (ρ. μ. αμτβ.)
irruzione (θηλ.ουσ)
irsuto (επίθ.)
irto (επίθ.)
isabella (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---