Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόirritàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [irriˈtare] 1 medicina ερεθίζω 2 (fare adirare) εκνευρίζω irritarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [irriˈtarsi] 1 εξοργίζομαι 2 ενοχλούμαι 3 οργίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |