Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrisióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irriˈzjone]

1 χλεύη
2 εμπαιγμός
3 κοροὶδία
4 παρωδία
5 γελοιοποίηση
6 διακωμώδηση
7 περίγελος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irriprovevole irriso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrinunciabile (επίθ.)
irripetibile (επίθ.)
irripetibilita (θηλ.ουσ)
irriproducibile (επίθ.)
irriprovevole (επίθ.)
irrisione (θηλ.ουσ)
irriso (επίθ.)
irrisolto (επίθ.)
irrisorio (επίθ.)
irrispettoso (επίθ.)
irritabile (επίθ.)
irritabilità (θηλ.ουσ)
irritante (επίθ.)
irritare (ρ. μτβ.)
irritarsi (ρ.μ. (αντων.))
irritativo (επίθ.)
irritato (επίθ.)
irritazione (θηλ.ουσ)
irrito (επίθ.)
irrituale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---