Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόirripetibilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [irripetibiliˈta] 1 μοναδικότητα 2 ιδιότητα του ανεπανάληπτου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |