Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrilevànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irrileˈvantsa]

1 ελαχιστότητα
2 ασημαντότητα
3 ασημότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrilevante irrimediabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrigidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irrigidirsi (ρ.μ. (αντων.))
irriguardoso (επίθ.)
irriguo (επίθ.)
irrilevante (επίθ.)
irrilevanza (θηλ.ουσ)
irrimediabile (αρσ. επίθ και ουσ)
irrimediabilità (θηλ.ουσ)
irrinunciabile (επίθ.)
irripetibile (επίθ.)
irripetibilita (θηλ.ουσ)
irriproducibile (επίθ.)
irriprovevole (επίθ.)
irrisione (θηλ.ουσ)
irriso (επίθ.)
irrisolto (επίθ.)
irrisorio (επίθ.)
irrispettoso (επίθ.)
irritabile (επίθ.)
irritabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---