Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrigidìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [irriʤiˈdire]

1 κάνω δύσκαμπτο
2 σκληραίνω
3 κάνω πιο άκαμπτο
4 εκτραχύνω
5 κάνω αλύγιστο

irrigidirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [irriʤiˈdirsi]

1 γίνομαι αλύγιστος
2 γίνομαι άκαμπτος
3 σκληραίνω
4 παραμένω καρφωμένος
5 σκληρύνομαι
6 γίνομαι πιο άκαμπτος
7 γίνομαι πιο αναίσθητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrigidimento irriguardoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrigatore (ουσ αρσ )
irrigatore (επίθ.)
irrigatorio (επίθ.)
irrigazione (θηλ.ουσ)
irrigidimento (ουσ αρσ )
irrigidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irrigidirsi (ρ.μ. (αντων.))
irriguardoso (επίθ.)
irriguo (επίθ.)
irrilevante (επίθ.)
irrilevanza (θηλ.ουσ)
irrimediabile (αρσ. επίθ και ουσ)
irrimediabilità (θηλ.ουσ)
irrinunciabile (επίθ.)
irripetibile (επίθ.)
irripetibilita (θηλ.ουσ)
irriproducibile (επίθ.)
irriprovevole (επίθ.)
irrisione (θηλ.ουσ)
irriso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---