Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrigidiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [irriʤidiˈmento]

1 αδιαλλαξία
2 επιμονή
3 εμμονή
4 δογματισμός
5 πείσμα
6 ξεροκεφαλιά
7 ισχυρογνωμοσύνη
8 αυξανόμενο κρύο
9 ακαμψία
10 νεκρική ακαμψία
11 ανελαστικότητα
12 σκληρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrigazione irrigidire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrigare (ρ. μτβ.)
irrigatore (ουσ αρσ )
irrigatore (επίθ.)
irrigatorio (επίθ.)
irrigazione (θηλ.ουσ)
irrigidimento (ουσ αρσ )
irrigidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irrigidirsi (ρ.μ. (αντων.))
irriguardoso (επίθ.)
irriguo (επίθ.)
irrilevante (επίθ.)
irrilevanza (θηλ.ουσ)
irrimediabile (αρσ. επίθ και ουσ)
irrimediabilità (θηλ.ουσ)
irrinunciabile (επίθ.)
irripetibile (επίθ.)
irripetibilita (θηλ.ουσ)
irriproducibile (επίθ.)
irriprovevole (επίθ.)
irrisione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---