Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrìguo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [irˈriguo]

1 αρδευτικός
2 καλά αρδευόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irriguardoso irrilevante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrigazione (θηλ.ουσ)
irrigidimento (ουσ αρσ )
irrigidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irrigidirsi (ρ.μ. (αντων.))
irriguardoso (επίθ.)
irriguo (επίθ.)
irrilevante (επίθ.)
irrilevanza (θηλ.ουσ)
irrimediabile (αρσ. επίθ και ουσ)
irrimediabilità (θηλ.ουσ)
irrinunciabile (επίθ.)
irripetibile (επίθ.)
irripetibilita (θηλ.ουσ)
irriproducibile (επίθ.)
irriprovevole (επίθ.)
irrisione (θηλ.ουσ)
irriso (επίθ.)
irrisolto (επίθ.)
irrisorio (επίθ.)
irrispettoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---