Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comparazióne (θηλ.ουσ) compatriòta (ουσ αρσ και θηλ.)
compàre (ουσ αρσ ) compatròno (ουσ αρσ )
comparènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) compattézza (θηλ.ουσ)
comparìre (ρ.αμτβ.) compàtto (αρσ. επίθ και ουσ)
comparizióne (θηλ.ουσ) compendiàre (ρ. μτβ.)
compàrsa (θηλ.ουσ) compendiarsi (ρ.μ. (αντων.))
compartecipàre (ρ.αμτβ.) compendiatóre (ουσ αρσ )
compartecipazióne (θηλ.ουσ) compèndio (ουσ αρσ )
compartécipe (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) compendiosità (θηλ.ουσ)
compartimentàle (επίθ.) compendióso (επίθ.)
compartimentazióne (θηλ.ουσ) compenetràbile (επίθ.)
compartiménto (ουσ αρσ ) compenetrabilità (θηλ.ουσ)
compartìre (ρ. μτβ.) compenetràre (ρ. μτβ.)
compartizióne (θηλ.ουσ) compenetràrsi (ρ. μ. αμτβ.)
compàrto (ουσ αρσ ) compenetrazióne (θηλ.ουσ)
compassàto (επίθ.) compensàbile (επίθ.)
compassionàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) compensabilità (θηλ.ουσ)
compassióne (θηλ.ουσ) compensàre (ρ. μτβ.)
compassionévole (επίθ.) compensarsi (ρ.μ. (αντων.))
compàsso (ουσ αρσ ) compensatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
compatìbile (επίθ.) compensàto (αρσ. επίθ και ουσ)
compatibilità (θηλ.ουσ) compensatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
compatibilménte (επίρ.) compensazióne (θηλ.ουσ)
compatiménto (ουσ αρσ ) compènso (ουσ αρσ )
compatìre (ρ. μτβ.) cómpera (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: