Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈpare]

1 μάστορας
2 φίλος πιστός
3 παλιόφιλος
4 ανδρείκελο
5 αχυράνθρωπος
6 τυφλό όργανο κάποιου
7 ανάδοχος
8 κουμπάρος
9 νονός
10 σύντεκνος
11 παράνυφος
12 παράνυμφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comparazione comparente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comparativo (ουσ αρσ )
comparativo (επίθ.)
comparato (επίθ.)
comparatore (ουσ αρσ )
comparazione (θηλ.ουσ)
compare (ουσ αρσ )
comparente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
comparire (ρ.αμτβ.)
comparizione (θηλ.ουσ)
comparsa (θηλ.ουσ)
compartecipare (ρ.αμτβ.)
compartecipazione (θηλ.ουσ)
compartecipe (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
compartimentale (επίθ.)
compartimentazione (θηλ.ουσ)
compartimento (ουσ αρσ )
compartire (ρ. μτβ.)
compartizione (θηλ.ουσ)
comparto (ουσ αρσ )
compassato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---