Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompartecipàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [komparteʧiˈpare] 1 έχω μερίδιο σε επιχείρηση 2 είμαι μέτοχος επιχείρησης 3 συμμετέχω 4 λαμβάνω μέρος 5 μετέχω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |