Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compatìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kompaˈtibile]

1 συμβιβαζόμενος
2 συγχωρητέος
3 συμβιβαστικός
4 συμβιβάσιμος
5 συνακόλουθος
6 συμβατός
7 συγγνωστός
8 συνεπής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compasso compatibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compassato (επίθ.)
compassionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compassione (θηλ.ουσ)
compassionevole (επίθ.)
compasso (ουσ αρσ )
compatibile (επίθ.)
compatibilità (θηλ.ουσ)
compatibilmente (επίρ.)
compatimento (ουσ αρσ )
compatire (ρ. μτβ.)
compatriota (ουσ αρσ και θηλ.)
compatrono (ουσ αρσ )
compattezza (θηλ.ουσ)
compatto (αρσ. επίθ και ουσ)
compendiare (ρ. μτβ.)
compendiarsi (ρ.μ. (αντων.))
compendiatore (ουσ αρσ )
compendio (ουσ αρσ )
compendiosità (θηλ.ουσ)
compendioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---