Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compendiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kompenˈdjare]

1 συγκεφαλαιώνω
2 συμπυκνώνω συμπεράσματα
3 συντέμνω
4 συνοψίζω
5 ανακεφαλαιώνω
6 εκθέτω περιληπτικά

compendiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [kompenˈdjarsi]

συμπυκνώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compatto compendiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compatire (ρ. μτβ.)
compatriota (ουσ αρσ και θηλ.)
compatrono (ουσ αρσ )
compattezza (θηλ.ουσ)
compatto (αρσ. επίθ και ουσ)
compendiare (ρ. μτβ.)
compendiarsi (ρ.μ. (αντων.))
compendiatore (ουσ αρσ )
compendio (ουσ αρσ )
compendiosità (θηλ.ουσ)
compendioso (επίθ.)
compenetrabile (επίθ.)
compenetrabilità (θηλ.ουσ)
compenetrare (ρ. μτβ.)
compenetrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
compenetrazione (θηλ.ουσ)
compensabile (επίθ.)
compensabilità (θηλ.ουσ)
compensare (ρ. μτβ.)
compensarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---