ItalianoGreco


compattézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kompatˈtettsa]

1 στερεότητα
2 συμπαγής ηθική συμπεριφορά
3 συμπαγής υφή ή κατάσταση
4 κατάληψη μικρού χώρου
5 ευστάθεια
6 σταθερότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---