Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compèndio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈpɛndjo]

1 συντόμευση
2 περιληπτικό σύγγραμμα
3 απόσταγμα
4 συγκεφαλαίωση
5 περιληπτικό σύγγραμμα
6 σύντμηση
7 συνοπτική έκδοση
8 επιτομή
9 σύνοψη
10 περίληψη
11 σχεδιάγραμμα
12 σύντομη σύνοψη ουσιωδών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compendiatore compendiosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compattezza (θηλ.ουσ)
compatto (αρσ. επίθ και ουσ)
compendiare (ρ. μτβ.)
compendiarsi (ρ.μ. (αντων.))
compendiatore (ουσ αρσ )
compendio (ουσ αρσ )
compendiosità (θηλ.ουσ)
compendioso (επίθ.)
compenetrabile (επίθ.)
compenetrabilità (θηλ.ουσ)
compenetrare (ρ. μτβ.)
compenetrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
compenetrazione (θηλ.ουσ)
compensabile (επίθ.)
compensabilità (θηλ.ουσ)
compensare (ρ. μτβ.)
compensarsi (ρ.μ. (αντων.))
compensativo (αρσ. επίθ και ουσ)
compensato (αρσ. επίθ και ουσ)
compensatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---