Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compensàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kompenˈsato]

κοντραπλακέ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compensativo compensatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compensabile (επίθ.)
compensabilità (θηλ.ουσ)
compensare (ρ. μτβ.)
compensarsi (ρ.μ. (αντων.))
compensativo (αρσ. επίθ και ουσ)
compensato (αρσ. επίθ και ουσ)
compensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
compensazione (θηλ.ουσ)
compenso (ουσ αρσ )
compera (θηλ.ουσ)
comperare (ρ. μτβ.)
competente (ουσ αρσ και θηλ.)
competente (επίθ.)
competenza (θηλ.ουσ)
competere (ρ.αμτβ.)
competitività (θηλ.ουσ)
competitivo (επίθ.)
competitore (αρσ. επίθ και ουσ)
competizione (θηλ.ουσ)
compiacente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---