Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompetènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kompeˈtɛntsa] 1 (giurisdizione) η αρμοδιότητα 2 (capacità) η ικανότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |