Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


competènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kompeˈtɛntsa]

1 (giurisdizione) η αρμοδιότητα
2 (capacità) η ικανότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  competente competere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compenso (ουσ αρσ )
compera (θηλ.ουσ)
comperare (ρ. μτβ.)
competente (ουσ αρσ και θηλ.)
competente (επίθ.)
competenza (θηλ.ουσ)
competere (ρ.αμτβ.)
competitività (θηλ.ουσ)
competitivo (επίθ.)
competitore (αρσ. επίθ και ουσ)
competizione (θηλ.ουσ)
compiacente (επίθ.)
compiacenza (θηλ.ουσ)
compiacere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compiacersi (ρ. μ. αμτβ.)
compiacimento (ουσ αρσ )
compiaciuto (επίθ.)
compiangere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compianto (ουσ αρσ )
compianto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---