ItalianoGreco


compiànto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈpjanto]

1 κλάμα απαρηγόρητο
2 κομμός
3 γόος
4 ελεγεία
5 κοπετός
6 ολολυγμός
7 ολοφυρμός
8 οδυρμός
9 οιμωγή
10 αλγηδών
11 θλίψη
12 πένθος
13 οδύνη
14 θρήνος
15 θρηνολόγημα
16 μοιρολόγι
17 θρηνωδία
18 μοιρολόι

compiànto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [komˈpjanto]

μοιρολογημένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---