compiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kompiˈmento]
1 πλήρωση
2 πραγματοποίηση
3 διεκπεραίωση
4 εκπλήρωση
5 πέρας
6 επιτέλεση
7 επίτευγμα
8 κατόρθωμα
9 συμπέρασμα
10 κατάληξη
11 τελείωμα
12 τέλος
13 επίτευξη
14 ολοκλήρωση
15 συμπλήρωση
16 αποτελείωμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kompiˈmento]
1 πλήρωση
2 πραγματοποίηση
3 διεκπεραίωση
4 εκπλήρωση
5 πέρας
6 επιτέλεση
7 επίτευγμα
8 κατόρθωμα
9 συμπέρασμα
10 κατάληξη
11 τελείωμα
12 τέλος
13 επίτευξη
14 ολοκλήρωση
15 συμπλήρωση
16 αποτελείωμα
permalink
compimento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android