Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompilazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kompilatˈtsjone] 1 συρραφή 2 συγκρότηση 3 επέμβαση (σε κείμενο ή πρόγραμμα) 4 σύνταξη 5 επέμβαση (σε κείμενο) 6 σύνθεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |