Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compilatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kompilaˈtore]

1 ανθολόγος
2 εκδότης
3 συντάκτης
4 διορθωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compilare compilazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compiegare (ρ. μτβ.)
compiere (ρ. μτβ.)
compiersi (ρ.μ. (αντων.))
compieta (θηλ.ουσ)
compilare (ρ. μτβ.)
compilatore (ουσ αρσ )
compilazione (θηλ.ουσ)
compimento (ουσ αρσ )
compire (ρ. μτβ.)
compitamente (επίρ.)
compitare (ρ. μτβ.)
compitazione (θηλ.ουσ)
compitezza (θηλ.ουσ)
compito (ουσ αρσ )
compito (επίθ.)
compiutamente (επίρ.)
compiutezza (θηλ.ουσ)
compiuto (επίθ.)
compleanno (ουσ αρσ )
complementare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---