Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cómpiere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkompjere]

πραγματοποιώ, περατώνω

compiersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈkompjersi]

1 ολοκληρώνομαι
2 βγαίνω αληθινός
3 επιτελούμαι
4 τελειώνω
5 συμπληρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compiegare compieta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


compiere il proprio dovere = ανταπόκρινομαι τις υποχρεώσεις μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compiaciuto (επίθ.)
compiangere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compianto (ουσ αρσ )
compianto (επίθ.)
compiegare (ρ. μτβ.)
compiere (ρ. μτβ.)
compiersi (ρ.μ. (αντων.))
compieta (θηλ.ουσ)
compilare (ρ. μτβ.)
compilatore (ουσ αρσ )
compilazione (θηλ.ουσ)
compimento (ουσ αρσ )
compire (ρ. μτβ.)
compitamente (επίρ.)
compitare (ρ. μτβ.)
compitazione (θηλ.ουσ)
compitezza (θηλ.ουσ)
compito (ουσ αρσ )
compito (επίθ.)
compiutamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---