Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compiegàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kompjeˈgare]

εσωκλείνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compianto compiere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compiacimento (ουσ αρσ )
compiaciuto (επίθ.)
compiangere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compianto (ουσ αρσ )
compianto (επίθ.)
compiegare (ρ. μτβ.)
compiere (ρ. μτβ.)
compiersi (ρ.μ. (αντων.))
compieta (θηλ.ουσ)
compilare (ρ. μτβ.)
compilatore (ουσ αρσ )
compilazione (θηλ.ουσ)
compimento (ουσ αρσ )
compire (ρ. μτβ.)
compitamente (επίρ.)
compitare (ρ. μτβ.)
compitazione (θηλ.ουσ)
compitezza (θηλ.ουσ)
compito (ουσ αρσ )
compito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---