Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compiàngere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [komˈpjanʤere]

1 μύρομαι
2 μοιρολογώ
3 κατολοφύρομαι
4 θρηνωδώ
5 ολοφύρομαι
6 ολολύζω
7 ευσπλαχνίζομαι
8 ελεεινολογώ
9 οικτίρω
10 θρηνολογώ
11 θρηνώ
12 λυπούμαι κάποιον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compiaciuto compianto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compiacenza (θηλ.ουσ)
compiacere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compiacersi (ρ. μ. αμτβ.)
compiacimento (ουσ αρσ )
compiaciuto (επίθ.)
compiangere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compianto (ουσ αρσ )
compianto (επίθ.)
compiegare (ρ. μτβ.)
compiere (ρ. μτβ.)
compiersi (ρ.μ. (αντων.))
compieta (θηλ.ουσ)
compilare (ρ. μτβ.)
compilatore (ουσ αρσ )
compilazione (θηλ.ουσ)
compimento (ουσ αρσ )
compire (ρ. μτβ.)
compitamente (επίρ.)
compitare (ρ. μτβ.)
compitazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---