Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compiacére  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kompjaˈʧere]

1 ευφραίνω
2 χαροποιώ
3 τέρπω
4 λαμπρύνω
5 φαιδρύνω
6 ιλαρύνω
7 ικανοποιώ
8 ευχαριστώ
9 ευαρεστώ
10 καλοκαρδίζω
11 είμαι πηγή ικανοποίησης
12 είμαι πηγή ευχαρίστησης

compiacérsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kompjaˈʧersi]

1 ευφραίνομαι
2 χαροποιούμαι
3 δίνω συγχαρητήρια σε μένα
4 φαιδρύνομαι
5 τέρπομαι
6 ευχαριστιέμαι
7 ευαρεστούμαι
8 καλοκαρδίζομαι
9 ικανοποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compiacenza compiacimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

competitivo (επίθ.)
competitore (αρσ. επίθ και ουσ)
competizione (θηλ.ουσ)
compiacente (επίθ.)
compiacenza (θηλ.ουσ)
compiacere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compiacersi (ρ. μ. αμτβ.)
compiacimento (ουσ αρσ )
compiaciuto (επίθ.)
compiangere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compianto (ουσ αρσ )
compianto (επίθ.)
compiegare (ρ. μτβ.)
compiere (ρ. μτβ.)
compiersi (ρ.μ. (αντων.))
compieta (θηλ.ουσ)
compilare (ρ. μτβ.)
compilatore (ουσ αρσ )
compilazione (θηλ.ουσ)
compimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---