Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compiaciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kompjaʧiˈmento]

1 καλοκάρδισμα
2 συγχαρητήρια
3 ευαρέσκεια
4 ευχαρίστηση
5 ικανοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compiacersi compiaciuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

competizione (θηλ.ουσ)
compiacente (επίθ.)
compiacenza (θηλ.ουσ)
compiacere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compiacersi (ρ. μ. αμτβ.)
compiacimento (ουσ αρσ )
compiaciuto (επίθ.)
compiangere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
compianto (ουσ αρσ )
compianto (επίθ.)
compiegare (ρ. μτβ.)
compiere (ρ. μτβ.)
compiersi (ρ.μ. (αντων.))
compieta (θηλ.ουσ)
compilare (ρ. μτβ.)
compilatore (ουσ αρσ )
compilazione (θηλ.ουσ)
compimento (ουσ αρσ )
compire (ρ. μτβ.)
compitamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---