Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcompiùto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [komˈpjuto] 1 έτοιμος 2 ολικός 3 τελειωμένος 4 πλήρης permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfatto [αρσ.] compiuto = το τελεσμένο γεγονός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |