Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


complessióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komplesˈsjone]

1 σώμα ή φυσική κατάσταση
2 σκαρί (ιδιοσυγκρασία)
3 φυσικό
4 ταμπεραμέντο
5 ιδιοσυγκρασία
6 χαρακτήρας
7 κράση
8 ιδιοσυστασία
9 δομή ή φύση κάποιου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  complessato complessità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

complementare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
complementarità (θηλ.ουσ)
complemento (ουσ αρσ )
complessato (ουσ αρσ )
complessato (επίθ.)
complessione (θηλ.ουσ)
complessità (θηλ.ουσ)
complessivamente (επίρ.)
complessivo (επίθ.)
complesso (ουσ αρσ )
complesso (επίθ.)
completamente (επίρ.)
completamento (ουσ αρσ )
completare (ρ. μτβ.)
completezza (θηλ.ουσ)
completo (ουσ αρσ )
completo (επίθ.)
complicare (ρ. μτβ.)
complicarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
complicato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---