Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


complèto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈplɛto]

(vestito) το σύνολο

complèto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [komˈplɛto]

πλήρης (-ης, -ες), κομπλέ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  completezza complicare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pensione [θηλ.] completa = η πλήρης διατροφή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

complesso (επίθ.)
completamente (επίρ.)
completamento (ουσ αρσ )
completare (ρ. μτβ.)
completezza (θηλ.ουσ)
completo (ουσ αρσ )
completo (επίθ.)
complicare (ρ. μτβ.)
complicarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
complicato (επίθ.)
complicazione (θηλ.ουσ)
complice (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
complicità (θηλ.ουσ)
complimentare (ρ. μτβ.)
complimentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
complimento (ουσ αρσ )
complimentoso (επίθ.)
complottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
complotto (ουσ αρσ )
compluvio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---