ItalianoGreco


complèto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komˈplɛto]

(vestito) το σύνολο

complèto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [komˈplɛto]

πλήρης (-ης, -ες), κομπλέ


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pensione [θηλ.] completa = η πλήρης διατροφή



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---