Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còmplice  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔmpliʧe]

ο συνένοχος (-η)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  complicazione complicità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

completo (επίθ.)
complicare (ρ. μτβ.)
complicarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
complicato (επίθ.)
complicazione (θηλ.ουσ)
complice (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
complicità (θηλ.ουσ)
complimentare (ρ. μτβ.)
complimentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
complimento (ουσ αρσ )
complimentoso (επίθ.)
complottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
complotto (ουσ αρσ )
compluvio (ουσ αρσ )
componente (ουσ αρσ και θηλ.)
componente (επίθ.)
componibile (αρσ. επίθ και ουσ)
componimento (ουσ αρσ )
comporre (ρ. μτβ.)
comportamentismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---