Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


complicazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komplikatˈtsjone]

1 μπλέξιμο
2 περιπλοκή
3 μπερδεψιά
4 παρεμβολή δυσχερειών
5 επιπρόσθετη νοσηρή εκδήλωση
6 επιπλοκή
7 εμπλοκή
8 μπέρδεμα
9 περιπλοκή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  complicato complice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

completo (ουσ αρσ )
completo (επίθ.)
complicare (ρ. μτβ.)
complicarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
complicato (επίθ.)
complicazione (θηλ.ουσ)
complice (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
complicità (θηλ.ουσ)
complimentare (ρ. μτβ.)
complimentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
complimento (ουσ αρσ )
complimentoso (επίθ.)
complottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
complotto (ουσ αρσ )
compluvio (ουσ αρσ )
componente (ουσ αρσ και θηλ.)
componente (επίθ.)
componibile (αρσ. επίθ και ουσ)
componimento (ουσ αρσ )
comporre (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---