Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcomplicàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [kompliˈkare] περιπλέκω complicàrsi ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [kompliˈkarsi] 1 γίνομαι περίπλοκος 2 περιπλέκομαι 3 γίνομαι πιο ογκώδης 4 γίνομαι πολύπλοκος 5 χειροτερεύω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |