Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kompliˈmento]

το κομπλιμέντο, η φιλοφρόνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  complimentarsi complimentoso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


complimenti! [αρσ. πλυθ.] = συγχαρητήρια!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

complicazione (θηλ.ουσ)
complice (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
complicità (θηλ.ουσ)
complimentare (ρ. μτβ.)
complimentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
complimento (ουσ αρσ )
complimentoso (επίθ.)
complottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
complotto (ουσ αρσ )
compluvio (ουσ αρσ )
componente (ουσ αρσ και θηλ.)
componente (επίθ.)
componibile (αρσ. επίθ και ουσ)
componimento (ουσ αρσ )
comporre (ρ. μτβ.)
comportamentismo (ουσ αρσ )
comportamentista (ουσ αρσ και θηλ.)
comportamentistico (επίθ.)
comportamento (ουσ αρσ )
comportare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---