Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


componiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komponiˈmento]

1 έργο θεατρικό
2 έργο λογοτεχνικό
3 συγγραφή
4 συμβιβασμός
5 έκθεση ιδεών
6 γραπτό τεστ
7 έργο σύνθεσης
8 σύνθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  componibile comporre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

complotto (ουσ αρσ )
compluvio (ουσ αρσ )
componente (ουσ αρσ και θηλ.)
componente (επίθ.)
componibile (αρσ. επίθ και ουσ)
componimento (ουσ αρσ )
comporre (ρ. μτβ.)
comportamentismo (ουσ αρσ )
comportamentista (ουσ αρσ και θηλ.)
comportamentistico (επίθ.)
comportamento (ουσ αρσ )
comportare (ρ. μτβ.)
comportarsi (ρ. μ. αμτβ.)
comporto (ουσ αρσ )
composite (θηλ. ουσ πληθ.)
compositivo (επίθ.)
composito (αρσ. επίθ και ουσ)
compositoio (ουσ αρσ )
compositore (αρσ. επίθ και ουσ)
compositrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---