Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compositóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kompoziˈtore]

1 τυπογράφος στοιχειοθεσίας
2 συγγραφέας
3 συντάκτης
4 συνθέτης
5 στοιχειοθέτης
6 μουσικοσυνθέτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  compositoio compositrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comporto (ουσ αρσ )
composite (θηλ. ουσ πληθ.)
compositivo (επίθ.)
composito (αρσ. επίθ και ουσ)
compositoio (ουσ αρσ )
compositore (αρσ. επίθ και ουσ)
compositrice (θηλ.ουσ)
composizione (θηλ.ουσ)
compossesso (ουσ αρσ )
compossessore (ουσ αρσ )
composta (θηλ.ουσ)
compostezza (θηλ.ουσ)
compostiera (θηλ.ουσ)
composto (ουσ αρσ )
composto (επίθ.)
compra (θηλ.ουσ)
comprabile (επίθ.)
comprare (ρ. μτβ.)
compratore (ουσ αρσ )
comprendente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---