Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


compratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kompraˈtore]

1 σύμβαση πώλησης
2 πελάτης
3 αγοραστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comprare comprendente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

composto (ουσ αρσ )
composto (επίθ.)
compra (θηλ.ουσ)
comprabile (επίθ.)
comprare (ρ. μτβ.)
compratore (ουσ αρσ )
comprendente (επίθ.)
comprendere (ρ. μτβ.)
comprendersi (ρ. μ. αμτβ.)
comprendonio (ουσ αρσ )
comprensibile (επίθ.)
comprensibilità (θηλ.ουσ)
comprensione (θηλ.ουσ)
comprensività (θηλ.ουσ)
comprensivo (επίθ.)
comprensorio (ουσ αρσ )
compreso (επίθ.)
compressa (θηλ.ουσ)
compressibile (επίθ.)
compressibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---